τρυσίβιος

τρυσίβιος
-ον, Α
αυτός που κάνει τη ζωή κουραστική και δύσκολη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < τρυσι- (< τρύω «καταπονώ, βασανίζω») + -βιος (< βίος), πρβλ. σωσί-βιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τρυσίβιος — τρῡσίβιος , τρυσίβιος masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βίος — ο και βιος, το (AM βίος, ο) 1. η ανθρώπινη ζωή 2. ο τρόπος που ζει κανείς («αμέριμνος βίος», «ταλαίπωρος βίος») 3. ο χρόνος, η διάρκεια της ζωής 4. η εξιστόρηση της ζωής κάποιου, η βιογραφία 5. τα αγαθά, τα υπάρχοντα 6. ο πλούτος νεοελλ. 1. η… …   Dictionary of Greek

  • τρυσιβίου — τρῡσιβίου , τρυσίβιος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυσιβίους — τρῡσιβίους , τρυσίβιος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”